ἀνθήσεως

ἀνθήσεως
ἀνθήσεω̆ς , ἄνθησις
flowering
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηλάνθη — μηλάνθη, ἡ (ΑΜ) 1. το έντομο μηλολόνθη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη εἶδος ζῷου μικροῡ» 3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον» 4. άνθος μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”